- μπουμπάρι
- τό1) толстая кишка; 2) кул. толстая кишка, фаршированная потрохами; 3) уст. валик из волос или проволоки (для высокой причёски)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουμπάρι — το 1. το παχύ έντερο 2. είδος φαγητού που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο σφαγίου, το οποίο παραγεμίζεται με εντόσθια και μπαχαρικά 3. κυλινδρικό κατασκεύασμα από τρίχες σε σχήμα ημισελήνου, με το οποίο οι γυναίκες στο παρελθόν αύξαναν τεχνητά… … Dictionary of Greek